occupant$54476$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

occupant$54476$ - translation to ελληνικό

PERSON-BASED USE OF A BUILDING OR ROOM
Occupant; Vacant; Occupancy permit; Vacant property; Occupant load factor

occupant      
n. κάτοχος, ένοικος

Ορισμός

vacant
1.
If something is vacant, it is not being used by anyone.
Half way down the coach was a vacant seat...
= empty
ADJ: usu ADJ n
2.
If a job or position is vacant, no one is doing it or in it at present, and people can apply for it.
The post of chairman has been vacant for some time.
ADJ
3.
A vacant look or expression is one that suggests that someone does not understand something or that they are not thinking about anything in particular.
She had a kind of vacant look on her face.
= blank
ADJ
vacantly
He looked vacantly out of the window.
ADV: ADV after v

Βικιπαίδεια

Occupancy

Within the context of building construction and building codes, "occupancy" refers to the use, or intended use, of a building, or portion of a building, for the shelter or support of persons, animals or property. A closely related meaning is the number of units in such a building that are rented, leased, or otherwise in use. Lack of occupancy, in this sense, is known as "vacancy".